- όρθρος
- (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα» (όρθρου βαθέος). Μετά την ακολουθία του o., τις Κυριακές και τις γιορτές ακολουθεί η τέλεση της θείας λειτουργίας.
Ο ό. διαιρείται σε τρία μέρη. Πρώτο είναι το προοίμιο, κατά το οποίο ψάλλεται ο εξάψαλμος, δηλαδή διάφοροι ψαλμοί του Δαβίδ, καθώς και διάφοροι ύμνοι, όπως είναι τα καθίσματα και τα ευλογητάρια. Δεύτερο μέρος είναι η ανάγνωση του Ευαγγελίου που τις Κυριακές ονομάζεται εωθινό και εξιστορεί γεγονότα από την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Μετά την ανάγνωση ψάλλεται ο 50ός ψαλμός του Δαβίδ. Τη στιγμή εκείνη ο ιερέας κρατάει το Ευαγγέλιο και οι πιστοί το ασπάζονται. Το μέρος αυτό είναι το τρίτο του ό. και περιλαμβάνει τον κανόνα με τους αίνους και τη δοξολογία. Μετά το τέλος της δοξολογίας τελειώνει η ακολουθία του ό. και αρχίζει η ακολουθία της θείας λειτουργίας.
* * *ο (ΑΜ ὄρθρος)ο χρόνος λίγο πριν από την αυγή, χαράματα («ὄρθρου δὲ γενομένου λοῡνται καὶ ἀμφότεροι», Ηρόδ.)νεοελλ.-μσν.εκκλ. η ακολουθία που ψάλλεται κατά τα χαράματα πριν από τη θεία λειτουργίααρχ.1. (η αιτ. με άρθρο ως επίρρ.) τὸν ὄρθρονκατά την αυγή2. μυθικός σκύλος που φύλαγε τις αγέλες τού Γηρυόνου και φονεύθηκε από τον Ηρακλή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, ανήκει στην οικογένεια τού επιθ. ὀρθός* (< *Fορθός), εμφανίζει μόρφημα dh > θ και επίθημα -r- και μπορεί να συνδεθεί με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με επίθημα -n-, πρβλ. αρχ. σλαβ. ranŭ «την αυγή» (< *wrōdh-no). Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η σημ. τής λ. ὄρθρος είναι «η ανάπτυξη τής μέρας», δηλ. οι πρώτες ώρες τής ημέρας, η αυγή (για τη σημ. αυτή πρβλ. αρχ. ινδ. vardhati «κάνω κάτι να μεγαλώσει»). Ωστόσο, δυσχέρειες προκαλεί η έλλειψη μαρτυριών που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού -F- στη λ., αφού και η σύνδεση τής λ. ὄρθρος με το ὀρθαγορίσκος (< Fορθαγορίσκος), που θα δήλωνε την παρουσία -F-, είναι παρετυμολογική (βλ. λ. ορθαγορίσκος). Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η παλαιότερη άποψη, σύμφωνα με την οποία η λ. ὄρθρος συνδέεται με το ρ. ὄρνυμι* «κινώ, σηκώνω» και τα λατ. orior «ανατέλλω, σηκώνομαι», ortus «ανατολή». Τέλος, το όν. Ὄρθρος τού μυθικού σκύλου τού Γηρυόνου, κατά μία άποψη, αποτελεί υποχωρητ. παρ. τού ρ. ὀρθρεύω «ξυπνώ πολύ πρωί, βρίσκομαι σε εγρήγορση» και έχει τη σημ. «αυτός που ξυπνά πολύ νωρίς το πρωί». Ωστόσο, στον Ησύχ. το όν. απαντά με τη μορφή Ὄρθον. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να υποτεθεί ότι ο τ. αυτός έχει προέλθει πιθ. από τη λ. ὄρθρος είτε με ανομοιωτική αποβολή τού -ρ- είτε με παρετυμολογική επίδραση τού επιθ. ὀρθός].
Dictionary of Greek. 2013.